ανασασμός

ανασασμός
ο (Μ ἀνασασμός) [ανασαίνω]
1. ανάσα, αναπνοή
2. μτφ. ανακούφιση, ξεκούραση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανασασμός — ανασασμός, ο και ανασασμό, το βλ. ανάσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάσαση — η ανασασμός, ανάσα, ανακούφιση «άλλος σου έκλαψε στα στήθια, αλλ’ ανάσαση καμιά» (Σολωμός) …   Dictionary of Greek

  • ανασαίνω — (Μ ἀνασαίνω) 1. αναπνέω 2. μτφ. διακόπτω για λίγο την εργασία μου, ξεκουράζομαι 3. μτφ. ανακουφίζομαι ψυχικά, ξαλαφρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεσαίνω < άνεσις, αναλογικά προς τα ρ. σε αίνω (πρβλ. ξηραίνω, θερμαίνω, λευκαίνω κ.ά.). Κατ’ άλλη άποψη… …   Dictionary of Greek

  • αγκομάχημα — το, ατος και αγκομαχητό, το βαρύς ανασασμός, λαχάνιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάσα — ανάσα, η και ανασασμός, ο και ανασασμό, το 1. η αναπνοή: Από το κρύο μού κόπηκε η ανάσα. 2. ανάπαυλα, ξεκούραση: Από την πολλή δουλειά δε μένει καιρός γι’ ανάσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”